-
1 πιθανός
A persuasive, plausible, esp. of popular speakers,πιθανώτατος τοῖς πολλοῖς Th.6.35
; τῷ δήμῳ παρὰ πολὺ.. -ώτατος, of Cleon, Id.3.36, cf. 4.21; ἐν ὄχλῳ π. Pl.Grg. 458e;- ώτατος πάντων ἀνθρώπων D.37.48
;- ώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh. 1395b27
;- ώτατοι οἱ ἐν τοῖς πάθεσιν Id.Po. 1455a30
;π. καὶ πανοῦργος Plu.2.26a
;π. συνταγματάρχης Luc. Bacch.2
: c. inf.,- ώτατοι λέγειν Pl.Grg. 479c
; π. περιβαλεῖν τινα κακῷ apt at.., E.Or. 906;πιθανώτατος στρατηγῆσαί τε καὶ προσαγαγέσθαι App.Hisp.15
, etc.: with a Prep., π. ἐς στρατηγίαν, ἐς ἐνέδρας, Id.Mith.51, Pun. 108, etc.2 of arguments, plausible, Ar.Th. 464 (lyr.);λέγων πιθανώτατ' Id.Eq. 629
; λόγος, φωναὶ π., Pl.Phd. 88d, R. 568c; λόγοι θαυμασίως ὡς π. D.35.16; τὸ περὶ λόγους π., = πιθανότης, Pl.Tht. 178e : freq. in Arist.Rh., as 1356b26, 1403b20;μόνον ἐφρόντισαν τοῦ π. τοῦ πρὸς αὑτούς Id.Metaph. 1000a10
.3 of manners, winning, plausible,τὸ -ώτατον ἦθος X.Mem.3.10.3
;τὸ π. ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει μείζω Men.622
codd. Stob.;οὐ π. ἔσχεν ὄχλῳ τὸ ἦθος Plu.Phoc.3
.4 of reports, etc., plausible, specious, credible,λόγος πιθανώτατος Hdt.1.214
, cf. 2.123;π. τινί Pl.Lg. 677a
: c. inf., πιστεύεσθαι πιθανά ib. 782d; πιθανόν [ἐστι] c. inf., it is probable that.., Arist. Top. 151a29.5 of works of art, producing illusion, true to nature, X.Mem.3.10.7 ([comp] Comp.).2 obedient, docile, X.Cyr.2.2.10, Oec. 13.9 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιθανός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский